σιαλίζω

σιαλίζω
1. μέτ. слюнявить;
2. αμετ. пускать слюну; обслюнявиться

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "σιαλίζω" в других словарях:

  • σιαλίζω — και σιελίζω ΝΑ [σίαλον / σίελον] εκκρίνω σάλιο νεοελλ. 1. (μτβ.) επαλείφω ή βρέχω κάτι με σάλιο, σαλιώνω 2. μτφ. σαλιαρίζω …   Dictionary of Greek

  • σιαλίζει — σιαλίζω slaver pres ind mp 2nd sg σιαλίζω slaver pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιαλίζειν — σιαλίζω slaver pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιαλίζοντας — σιαλίζω slaver pres part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσιαλίσῃ — πρό σιαλίζω slaver aor subj mid 2nd sg πρό σιαλίζω slaver aor subj act 3rd sg πρό σιαλίζω slaver fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσσιελίζω — και προσσιαλίζω Α φτύνω κάποιον, προσπτύω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + σιελίζω / σιαλίζω «βγάζω σάλιο»] …   Dictionary of Greek

  • σιαλισμός — και σιελισμός, ο, ΝΑ [σιαλίζω / σιελίζω] η έκκριση σάλιου νεοελλ. ιατρ. η σιαλόρροια …   Dictionary of Greek

  • σιαλιστήριον — ή σιελιστήριον, τὸ, Μ το τμήμα τού χαλινού από όπου πέφτει το σάλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιαλίζω / σιελίζω «εκκρίνω σάλιο» + επίθημα τήριον (πρβλ. δικασ τήριον)] …   Dictionary of Greek

  • σιελίζω — ΝΑ βλ. σιαλίζω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»